- καβουρολόγος
- οκαβουροσύρτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάβουρας + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βιδο-λόγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβουρολογάω — [καβουρολόγος] μαζεύω καβούρια, ασχολούμαι με τη συλλογή καβουριών … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek